εξομάλιση

εξομάλιση
η (Α ἐξομάλισις) [εξομαλίζω]
εξομάλυνση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εξομάλιση — η εξομάλυνση (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξομαλιστικός — ή, ό [εξομάλιση] εξομαλυντικός …   Dictionary of Greek

  • εξομαλισμός — ο 1. η εξομάλιση (βλ. λ.). 2. (γραμμ.), γλωσσικό φαινόμενο όπου τα λιγότερα αφομοιώνονται στην κλίση προς τα περισσότερα ή προς τα ομαλότερα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”